- κορνιζάς
- ο [κορνίζα]αυτός που κατασκευάζει ή πουλά κορνίζες, κορνιζοποιός ή κορνιζοπώλης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορνιζάς — ο αυτός που κατασκευάζει κορνίζες ή αυτός που τις πουλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γείσο — Το μέρος της στέγης ενός ναού ή σπιτιού που προεξέχει από τους κάθετους τοίχους του, με σκοπό να τους προφυλάξει από τα νερά της βροχής που ρέουν από τη στέγη. Στην αρχιτεκτονική των αρχαίων το γ. ήταν το ανώτατο τμήμα του θριγκού (κορνίζας). Το… … Dictionary of Greek
κορνιζάδικο — το [κορνιζάς] εργαστήριο κατασκευής ή και πωλήσεως κορνιζών, κορνιζοποιείο ή κορνιζοπωλείο … Dictionary of Greek
κορνιζοποιός — ο τεχνίτης που κατασκευάζει κορνίζες, κορνιζάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κορνίζα + ποιός (< ποιῶ)] … Dictionary of Greek
κορνιζοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει κορνίζες, κορνιζάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιθώριο — το 1. άγραφο μέρος στην άκρη σελίδας βιβλίου ή εντύπου: Το περιθώριο της σελίδας είναι μικρό. 2. κάθε ελεύθερο ή άδειο διάστημα γύρω από μια επιφάνεια, πλαίσιο: Περιθώριο της κορνίζας. 3. μτφ., η ελευθερία για δράση ή κίνηση ανάμεσα σε όρια,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουρούσι — φουρούσι, το και φορούσι, το και φρούσι, το (λ. τουρκ.), προεξοχή επιφάνειας τοίχου ή εξάρτημα, που χρησιμεύει ως υποστήριγμα μπαλκονιού ιδίως, αλλά και κορνίζας, προτομής κ.ά., κονσόλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)